- κοινιάζω
- αμετ. создавать животноводческую артель сыроваров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινιάζω — γίνομαι μέλος κοινάτου, συγκροτώ συνεταιρισμό για κοινή τυροκομική παραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + ιάζω με σημασιολογική επίδραση τού κοινάτο] … Dictionary of Greek